- ρεμπεσκές
- ο , ρεμπέτα η непутёвый человек; шалопай, лентяй, -ка; тунеяд|ец, -ка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ρεμπεσκές — ο, Ν 1. αυτός που αποφεύγει τη δουλεία και τον κόπο, φυγόπονος 2. ανεπρόκοπος, τεμπέλης 3. αλήτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης προέλευσης. Κατά μία ελάχιστα πιθανή άποψη < αλβ. rrebesh «ατύχημα»] … Dictionary of Greek
ρεμπεσκές — ο (λ. τουρκ.), άνθρωπος απρόκοπος, αχαΐρευτος, ρεμπέτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)